- διετέλεσα
- διατελέωbring quite to an endaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαγορανομώ — έω, Α διετέλεσα αγορανόμος προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἀγορανομῶ «είμαι αγορανόμος»] … Dictionary of Greek
διατελώ — διατελώ, διατέλεσα βλ. πίν. 76 Σημειώσεις: διατελώ : απαντάται και ο λόγιος τύπος του αορίστου διετέλεσα, με άτονη εσωτερική αύξηση … Τα ρήματα της νέας ελληνικής